- απροσγείωτος
- η , ο [ος , ον ]1) неприземлившийся; 2) перен. витающий в облаках, мечтательный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απροσγείωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν προσγειώθηκε: Το αεροπλάνο ήταν ακόμη απροσγείωτο. 2. αυτός που δε στηρίζεται στην πραγματικότητα, ονειροπόλος: Είναι ακόμη απροσγείωτος, γι αυτό μιλά έτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απροσγείωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει προσγειωθεί 2. (για πρόσωπα) αυτός που αεροβατεί, ονειροπόλος … Dictionary of Greek